σοβώ

σοβώ
σοβώ βλ. πίν. 73 (κυρίως στο γ' πρόσ. και μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σοβώ — σοβῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση, υποβόσκω, επίκειμαι αρχ. 1. διώχνω πτηνά («σοβεῑν τὰς ἀλεκτρυόνας», Πλάτ.) 2. απαλλάσσομαι από κάτι, απομακρύνω γρήγορα (α. «δεῑ τὴν τρίχα σοβεῑν τὴν κόνιν», Ξεν. β. «τὰς ἄλλας φροντίδας...… …   Dictionary of Greek

  • σοβῶ — σοβέω scare away pres subj act 1st sg (attic epic doric) σοβέω scare away pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασοβώ — κατασοβῶ, έω (Α) διώχνω, φυγαδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοβῶ (< σοβῶ «εκδιώκω»), πρβλ. απο σοβώ, εν σοβώ] …   Dictionary of Greek

  • μετασοβώ — μετασοβῶ, έω (Α) αποδιώχνω κάποιον εκφοβίζοντάς τον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σοβῶ «εκδιώκω» (πρβλ. απο σοβώ)] …   Dictionary of Greek

  • παρασοβώ — έω, Α 1. διώχνω πουλιά 2. περνώ μπροστά από κάποιον με αλαζονεία και περηφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σοβῶ «εκδιώκω» (πρβλ. κατα σοβώ)] …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

  • υποσοβώ — έω, Α σοβώ, κινώ λίγο ή αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σοβῶ «κινώ, απομακρύνω»] …   Dictionary of Greek

  • Σόβος — ὁ, Α [σοβῶ] Σάτυρος …   Dictionary of Greek

  • ανασοβώ — ἀνασοβῶ ( έω) (Α) [σοβώ] 1. φοβίζω, τρομάζω, πτοώ 2. διεγείρω, ταράζω 3. διώχνω, απομακρύνω …   Dictionary of Greek

  • αποσοβώ — (ΑΜ ἀποσοβῶ, έω) [σοβώ] αποτρέπω, ματαιώνω αρχ. διώχνω, εκφοβίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”